- διηγηματικός
- διηγηματικόςdescriptivemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διηγηματικός — ή, ό (Α διηγηματικός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο διήγημα ή στη διήγηση, ο κατάλληλος για διήγηση 2. το ουδ. ως ουσ. το διηγηματικό η αφηγηματική ικανότητα αρχ. αυτός που τού αρέσει να διηγείται … Dictionary of Greek
διηγηματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στο διήγημα ή τη διήγηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διηγηματικά — διηγηματικός descriptive neut nom/voc/acc pl διηγηματικά̱ , διηγηματικός descriptive fem nom/voc/acc dual διηγηματικά̱ , διηγηματικός descriptive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηγηματικώτερον — διηγηματικός descriptive adverbial comp διηγηματικός descriptive masc acc comp sg διηγηματικός descriptive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηγηματικῶν — διηγηματικός descriptive fem gen pl διηγηματικός descriptive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηγηματικόν — διηγηματικός descriptive masc acc sg διηγηματικός descriptive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηγηματικαῖς — διηγηματικός descriptive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηγηματικαί — διηγηματικός descriptive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηγηματικοῖς — διηγηματικός descriptive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηγηματικοί — διηγηματικός descriptive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)